top of page

Υπόθεση Πλαστοπροσωπίας.Σενάριο βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μιχαήλ Κοκκινάρη.

Υπόθεση Πλαστοπροσωπίας

Σενάριο βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μιχαήλ Κοκκινάρη,Εκδόσεις Νικόδημος,Αθήνα 2002.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που σε στιγμές δοκιμασίας ή αποτυχίας δε θα ήθελε να είχε φερθεί ή να είχε ζήσει διαφορετικά ,για να μην τολμήσουν να τον τσαλαπατήσουν όσοι ευθύνονται για τις περιπέτειές του.

Ο ήρωάς μας όμως έχει τη μοναδική ευκαιρία να ζήσει τη ζωή του απ’την αρχή με δανεική ταυτότητα!

1.ΙΝΤ.ΣΕ ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΛΥΤΕΛΩ Ν ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ.ΜΕΣΗΜΕΡΙ.

Μέσα στην έκθεση είναι ο ιδιοκτήτης,ο Βασίλης Δημητρίου,γύρω στα εξήντα,με επιβλητικό παράστημα και ο υπεύθυνος του καταστήματος,που μόλις έχει επιστρέψει από την Τράπεζα κρατώντας ένα χαρτοφύλακα.

Στην είσοδο ένας άνδρας,γύρω στα τριαπέντε,ψηλός μελαχροινός,με δεμένα πίσω τα μακριά του μαλλιά,μαζεύει τα σύνεργα του καθαρισμού κι ετοιμάζεται να φύγει,όταν ακούγεται φρενάρισμα και το σπινιάρισμα μιας μηχανής μεγάλου κυβισμού.

Ο άνδρας που πηδάει από τη μηχανή φοράει κράνος κι απ’το μπουφάν του βγάζει ένα Uzi.

O καθαριστής δέχεται μια αγκωνιά στο πρόσωπο,πριν προλάβει ν’ αντιδράσει, και ο ληστής,αφού πρώτα ρίχνει με το όπλο, αρχίζει να φωνάζει πηγαίνοντας κοντά στο γραφείο του Δημητρίου.

-Το χαρτοφύλακα,κωλόγερε,πριν σε στείλω στο διάολο…

Ο υπεύθυνος της έκθεσης αρχίζει να τρέμει απ’το φόβο του και κάνει να δώσει το χαρτοφύλακα.

Δημητρίου:Ήσυχα…Πάρε το παραδάκι και δίνε του…

Ο ληστής απλώνει το αριστερό χέρι νευρικά,αρπάζει το χαρτοφύλακα και οπισθοχωρεί «βλέποντας»τα θύματά του.

Δε βιάζεται όμως να φύγει και λίγο πριν βγει από την πόρτα οπλίζει το Uzi για να τους «καθαρίσει».

Ο Δημητρίου είναι βέβαιος πως ήρθε το τέλος του(απ’το ύφος του που μοιάζει να’ναι χαμένος),όταν αναπάντεχα ο καθαριστής,με το μεταλλικό κοντάρι που κρατούσε πριν δεχτεί την αγκωνιά,μπαίνει στην έκθεση και τσακίζει το χέρι του ληστή που όπλισε το Uzi.

Την ίδια στιγμή,ο συνεργός του,που βλέπει τη δουλειά να χαλάει, με τη μηχανή και το περίστροφο στο χέρι,ορμάει στην έκθεση,πυροβολώντας στα τυφλά.

Με απόλυτη ψυχραιμία ο καθαριστής περνάει το κοντάρι στη ρόδα της μηχανής…και η αστυνομία κάνει όλα τα υπόλοιπα…

Λίγη ώρα αργότερα ο καθαριστής αμίλητος,μαζεύει και τα τελευταία σύνεργά του κι ετοιμάζεται να φύγει,όταν τον πλησιάζει ο Δημητρίου.

-Έλα το βράδυ να με βρεις σ’αυτή τη διεύθυνση(δίνοντάς του μια κάρτα).Χρειάζομαι ανθρώπους σαν κι εσένα…

2.ΙΝΤ.ΣΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.ΒΡΑΔΥ.

Ο πορτιέρης του νυχτερινού μαγαζιού ,στη θέα της κάρτας, συνοδεύει τον «καθαριστή»μέχρι το γραφείο του αφεντικού.

Δημητρίου:Κάθισε…Τώρα που σε βλέπω καλύτερα,είμαι βέβαιος πως κάνεις για τη δουλειά μου…

Καθαριστής:Και ποια είναι η δουλειά σου,κύριε Δημητρίου;

Δημητρίου:Να συστηθούμε πρώτα…

Καθαριστής:Πέτρος…Πέτρος Πιερράτος…καθαριστής…

Δημητρίου:Άλλαξέ το αυτό το «καθαριστής»…δε σου πάει…

Πιερράτος:Έστω…Ήρθα λοιπόν όπως μου ζήτησες.Αλλά αν πρόκειται ν’αλλάξω δουλειά,πρέπει τουλάχιστον να ξέρω αν έχω τα προσόντα…

Δημητρίου:Τα προσόντα τα έχεις…Προσλαβάνεσαι εκτός κι αν σ’έχει ζωγραφίσει η Ασφάλεια…Και να θυμάσαι πως θέλω πάντα την αλήθεια…μεταξύ μας,όποια κι αν είν’αυτή…

Ο Πιερράτος σηκώνεται να φύγει,όταν ο Δημητρίου του σπρώχνει ένα φάκελο.

Δημητρίου:Για καλή αρχή ένα δώρο από μένα…Ο χέστης με το Uzi δεν ήθελε το χαρτοφύλακα…Εμένα ήθελε…Αύριο τέτοια ώρα θα φροντίσεις κι εσύ το αφεντικό του,αλλά με το δικό μου τρόπο…κύριε Πιερράτο.

Το πρόσωπο του Δημητρίου έχει μια τέτοια σκληράδα,που άλλος θα το’βαζε στα πόδια,τρέμοντας γι’αυτά που θ’ακολουθούσαν…

Ωστόσο ο Πιερράτος απλώνει το χέρι κι ανοίγει το φάκελο για να δει το «νόμισμα»,κι όταν βεβαιώνεται για το ποσόν,κάνει μια κίνηση του κεφαλιού σαν σε χαιρετισμό κι απλώς ρωτάει.

Πιερράτος;Και τι ώρα κάνω παιχνίδι αύριο;

3.ΙΝΤ.ΣΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΕΝΤΡΟ.ΒΡΑΔΥ.

Νωρίς το βράδυ στο μαγαζί της παραλιακής,ο ψηλός με τα δεμένα πίσω ίσια μαλλιά,πίνει ουίσκι, ακούγοντας τον παρουσιαστή της τηλεόρασης.

«Σ’ένα πολύ περίεργο τροχαίο,έχασε τη ζωή του ο γνωστός επιχειρηματίας Νίκος Αποστολάτος…Στον τόπο του δυστυχήματος δε βρέθηκε κανένα ίχνος που να δίνει κάποια εξήγηση για τις συνθήκες,κάτω από τις οποίες έχασε τη ζωή του το θύμα…»

Πιερράτος στον Μπάρμαν.

-Φεύγω…έχω δουλειά…Αν με ζητήσει ο κ.Δημητρίου,ξέρει που θα με βρει…

Λίγους μήνες αργότερα από την ίδια θέση ο Πιερράτος ακούει ειδήσεις για την εκτέλεση με μια σφαίρα στο κεφάλι ενός διαβόητου ανθρώπου της νύχτας στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας που έμενε.

Όταν σηκώνεται να φύγει,η «σκιά» του(τυπική φιγούρα αστυνομικού) εμποδίζεται να τον ακολουθήσει από το Δημητρίου…που δεν κρύβει τη… χαρά του για την προστασία που του παρέχει η Αστυνομία…

-Κύριε Υπαστυνόμε…χαίρομαι που σε βλέπω τόσο συχνά στο μαγαζί μου…

-Το βλέπω, Δημητρίου,μην μπαίνεις στον κόπο να το λες κιόλας…

-Είσαι άδικος,κύριε Υπαστυνόμε…και θα διαμαρτυρηθώ στον Υπουργό σου,αύριο που θα τον δω από κοντά…

-Και θα του πεις τι ακριβώς,κύριε Δημητρίου;

-Μα τι άλλο,από το πόσο αδιάκριτος είσαι να παρακολουθείς τον καλύτερο υπάλληλό μου!

-Το τσιράκι σου,αργά ή γρήγορα θα το βάλω στο χέρι για να δω αν θα συνεχίσεις να χαίρεσαι…κύριε Δημητρίου…

-Εσύ θα χάσεις ,Υπαστυνόμε!

Κι αν κάποτε σε δω στην Τροχαία,θα χαρώ να μου κόψεις κλήση!

Και μη χαθούμε.

Αύριο στο μαγαζί θα’χω πολύ κόσμο…κύριε Υπαστυνόμε!

Όταν ο αστυνομικός βγαίνει από το μαγαζί η κρύα νύχτα έχει «εξαφανίσει»τα ίχνη του Πιερράτου.

4.ΙΝΤ.ΣΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΕΝΤΡΟ.ΒΡΑΔΥ.

Από νωρίς το μαγαζί της παραλιακής είναι στις δόξες του.Υψηλοί καλεσμένοι,μεγαλοδικηγόροι,επιχειρηματίες,όλος ο καλός ο κόσμος,καλεσμένοι του Δημητρίου για να γιορτάσουν όλοι μαζί την εξαγορά Εταιρείας Διαχείρισης Αδρανών Υλικών…

Ο κύριος Δημητρίου θα έμπαινε πανηγυρικά στον Κατασκευαστικό Τομέα…

Όλα νόμιμα,όλα κυριλέ…

Ο Πιερράτος παρακολουθεί διακριτικά το αφεντικό,που κάνει δημόσιες σχέσεις,όταν για πρώτη φορά,ύστερα από πολύ καιρό,μια ανθρώπινη παρουσία,τον κάνει να ξανανιώσει ταραχή…μπορεί και φόβο.

Η Δήμητρα(ψηλή,μελαχροινή με καστανά μαλλιά),η πρώην αραβωνιαστικιά του,κάθεται πρώτο τραπέζι πίστα και δίπλα της ο άντρας της,ο μεγαλοδικηγόρος που τον τσαλάκωσε…

Κι όπως την κοιτάζει αποσβολωμένος,εκείνη τυχαία γυρίζει προς το μέρος του…

Στην αρχή ξαφνιάζεται,κι όπως ο Πιερράτος έχει κιόλας κρυφτεί,εκείνη μάταια προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει.

Στην επιστροφή η Δήμητρα είναι αμίλητη.

Ο άντρας της προσπαθεί να καταλάβει την αιτία.

-Δήμητρα,συμβαίνει κάτι;

-Θα σου πω,αλλά δε θέλω να το παρεξηγήσεις…

-Σου δίνω το λόγο μου…

-Έχω την εντύπωση πως πριν στο μαγαζί ήταν…τέλος πάντων κάποιος που έμοιαζε με το συγχωρεμένο το Γιώργο…

-Ποιο Γιώργο;

Τον Αλιμήση;

-Είχαμε συμφωνήσει πως δε θα ξανασυζητούσαμε γι’αυτόν το χαμένο…

-Είσαι άδικος…

-Είμαι άδικος που η γυναίκα μου θυμάται ακόμη τον κύριο τίποτα;

Η Δήμητρα γέρνει στον ώμο του άντρα της κι απ’τα μάτια της προβάλλει δειλά-δειλά ένα δάκρυ,ενώ η ηχώ της φωνής της επαναλαμβάνει «μεταλλικά»..

«Ο Γιώργος Αλιμήσης…ένας μοναχικός και δειλός τύπος που κάποτε τον αγαπούσε και την αγαπούσε…ο Θεός να τον αναπαύσει…»

5.ΙΝΤ.ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΙΕΡΑΤΟΥ.ΒΡΑΔΥ.

Είναι η πρώτη φορά,ύστερα από πολύ καιρό,που ο «Αποστόλης Πιερράτος» νιώθει πως απειλείται.

Βγάζει το σακάκι κι αφήνει το όπλο του στο κρεβάτι.

Στον καθρέφτη του μπάνιου« βλέπει» ύστερα από πολύ καιρό και πάλι τον Αλιμήση,το χαμένο δικηγοράκο που πέθανε σε τροχαίο και θάφτηκε στα αζήτητα…

Σαν σε ασπρόμαυρη ταινία βλέπει να περνάει μέσα από τον καθρέφτη η προηγούμενη ζωή του(Flach back).

-Κύριε Αλιμήση,ως εδώ ήταν.Να βρεις δουλειά αλλού.Το γραφείο μου έχει ένα όνομα στην πιάτσα.Το πουτανάκι στην έφερε …σε δούλεψε κύριε δικηγόρε μου.Και πήρε το παραδάκι και στον πελάτη είπε πως εσύ τη συμβούλεψες να μη συμβιβαστεί…για λόγους αξιοπρέπειας…Χάσαμε τον καλύτερο πελάτη,κύριε Γιώργο Αλιμήση!

Ο μεγαλοδικηγόρος βγαίνει απ’το γραφείο και επίτηδες αφήνει την πόρτα μισόκλειστη.

Η φωνή του σκίζει τ’αφτιά του «χαμένου»

-Δήμητρα,τελευταία φορά που θα στο πω:Διάλεξε ανάμεσα σε μένα και σ’aυτόν το χαμένο.Βαρέθηκα να τον κρατάω στη δουλειά και να περιμένω…

Ο Αλιμήσης αργά-αργά μαζεύει τα πράγματά του για να φύγει.

Απ’το παράθυρο βλέπει τη Δήμητρα να φεύγει στηριγμένη στο μπράτσο του μεγαλοδικηγόρου.

Λίγο πριν βγει απ’το γραφείο η γραμματέας του δίνει ένα χαρτί με το τηλέφωνό της

Στην ασπρόμαυρη σκηνή το σημείωμα με το τηλέφωνο γίνεται «απολυτήριο»από την επόμενη σχέση του με τη γραμματέα:

«Γιώργο,βαρέθηκα να περιμένω να συνέλθεις.Φεύγω για λίγες μέρες στο χωριό μου.Όταν επιστρέψω θέλω να’χεις φύγει…»

Το πρόσωπο του Πιερράτου μορφάζει μ’αυτά που βλέπει:Ένα μεθυσμένο στο κέντρο της Αθήνας,περασμένα μεσάνυχτα, να προσπαθεί να διασχίσει κάθετα το δρόμο.

Η «σκιά»που τον προσπερνά βιαστικά δεν υπολογίζει το φορτηγό που τρέχει σαν τρελό.

Ο μεθυσμένος σκοντάφτει σ’έναν άντρα ξαπλωμένο στην άσφαλτο.

Σκύβει να δει καλύτερα…

Κι ύστερα…όχι…όχι μην το τολμήσεις…

Χώνει το χέρι στο σακάκι του σκοτωμένου,παίρνει το πορτοφόλι και στη θέση του βάζει το δικό του…

Το ασθενοφόρο με το φάρο μόνο ν’αναβοσβήνει μεταφέρει το δικηγόρο Γιώργο Αλιμήση στο Νεκροτομείο…

Στο διάολο ο Αλιμήσης!

Στο διάολο ο καθρέφτης που γίνεται χίλια κομμάτια!

Αύριο είναι άλλη μέρα και το αφεντικό πρέπει να «πουλήσει» εμπόρευμα για να καλύψει τις ανάγκες των επιχειρήσεών του.

6.INT.ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.ΒΡΑΔΥ.

Στο γραφείο του Δημητρίου,στο Νυχτερινό Κέντρο.

-Αποστόλη,το βάρος πέφτει όλο σ’εσένα…Πρώτα το παραδάκι κι έπειτα η παράδοση…

Βάλε με κι εμένα στη δουλειά…να ξεσκουριάσω…

Στον παράδρομο της Κηφισίας,πάνω από την υπόγεια διάβαση,μια μηχανή σταματάει δίπλα σ’ένα παρκαρισμένο μαύρο Ford.

Ο δεύτερος αναβάτης με γρήγορες σταθερές κινήσεις ανοίγει την πίσω πόρτα,βεβαιώνεται πως το εμπόρευμα είναι στη θέση του και περιμένει να βγει ο οδηγός του Ford.

Τα κλειδιά του αυτοκινήτου για τη βαλίτσα με το παραδάκι…

Οι κουβέντες του Πιερράτου είναι κοφτές…

-Να δω πρώτα το «νόμισμα»…

Πριν τελειώσει τη φράση του δυό αυτοκίνητα κόβουν κάθετα τον παράδρομο…

Ο τύπος με τη βαλίτσα κάνει να πάει προς τη μηχανή…

Πιερράτος:Ήσυχα…Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς…αν είσαι καθαρός…

Ένα,δύο,τρία…δέκα χαρτονομίσματα στην τύχη…Όλα καλά…

Το μαύρο Ford μπαίνει στην Κηφισίας και χάνεται…

Η Mercentes που πλησιάζει ανοίγει το πίσω παράθυρο για να βάλει ο Πιερράτος τη βαλίτσα.

Η δουλειά έχει τελειώσει.

Κανένας δεν είδε και δεν κατάλαβε τίποτα…εκτός απ’τη Τζέλλα,την κυρία του κυρίου(ξανθιά ,γύρω στα σαράντα,με αθλητικό σώμα πρώην χορεύτριας),που συνεχίζει να κοιτάζει απ’τον καθρέφτη τον τύπο που έκανε τη δουλειά.

Οι ερωτήσεις της ήταν αναμενόμενες για το Δημητρίου.

-Βασίλη,ποιος είναι αυτός;Για σένα δουλεύει;

-Έχει σημασία;

-Έτσι ρώτησα.Τέλος πάντων,δεν έχει όνομα;

-Είναι ο Πιερράτος…

-Καλά το κατάλαβα!

-Τζέλλα,ξέχασέ το αυτό το όνομα…για το καλό σου…

-Γιατί;

Θα τον βάλεις να με προσέχει;

-Δεν το σκέφτηκα.

Μόνο που τότε θα’ναι αργά για σένα…

Η Τζέλλα κλείνει τα μάτια και φέρνει στο νου της όλη τη σκηνή της «παράδοσης».

Ο Πιερράτος…ψηλός μελαχροινός,με τραβημένα πίσω τα μακριά μαλλιά,πρόσωπο σκληρό,ανέκφραστο…με σίγουρες κινήσεις αφήνει τη βαλίτσα στο πίσω κάθισμα…

Αυτό ήταν…έπρεπε να τον γνωρίσει…ξύπνησε μέσα της το αχαλίνωτο πάθος για ζωή…

Ήταν κι αυτά που λέγονταν για τον Πιερράτο…

bottom of page